-
1 Άνδρος
ηAndros n -
2 ἀνδρός-αιμον
ἀνδρός-αιμον, τό, Mannsblut, Diosc., eine Pflanze, Hypericum montanum.
-
3 πεντε-και-δέκ-ανδρος
πεντε-και-δέκ-ανδρος, von funfzehn Männern, Inscr.
-
4 πολύ-ανδρος
πολύ-ανδρος, viele Männer habend, menschenreich; Ἀσία, Aesch. Pers. 73; Πέρσαι, 525; Ag. 678; Sp.
-
5 σχιζο-γύ-ανδρος
σχιζο-γύ-ανδρος, ὁ, nach Hesych. = συκοφάντης, wahrscheinlich aus com.
-
6 σάκ-ανδρος
σάκ-ανδρος, ὁ, die weibliche Schaam, kom. Ausdruck des Ar., Lys. 824.
-
7 φαίδρ-ανδρος
φαίδρ-ανδρος, Männer, Menschen reinigend, λιβάς Ath. X, 449 aus Antiphan., scheint verderbt.
-
8 φίλ-ανδρος
φίλ-ανδρος, 1) den Mann, den Gatten liebend; Luc. Halc. 8; Plut. Thes. 16 u. öfter. – 2) Männer liebend; Soph. frg. 356; γυναῖκες φίλανδροι καὶ μοιχεύτριαι Plat. Conv. 191 e; – auch πέδον, Aesch. Spt. 902.
-
9 χῑλί-ανδρος
χῑλί-ανδρος, tausend Mann stark, von tausend Mann, πόλις Plat. Polit. 292 e.
-
10 μόν-ανδρος
μόν-ανδρος, einen Mann habend, Io. Chrys.
-
11 γύν-ανδρος
γύν-ανδρος, männlichen u. weiblichen Geschlechts zugleich, zwitterhaft, Soph. frg. 865; Suid.
-
12 κέν-ανδρος
κέν-ανδρος, männer-, menschenleer; ἄστυ Aesch. Pers. 118; πόλις Soph. O. C. 921; χώρα VLL. Nach Phot. auch = κενὸς ἀνήρ.
-
13 εὔ-ανδρος
εὔ-ανδρος, reich an guten, tapfern Männern, γῆ Κέκροπος Ar. Nuhb. 300; χώρα, μητρόπολις, Pind. P. 1, 40 N. 5, 9; Eur. Τr. 229. – Bei Aesch. εὔανδροι συμφοραί, Männer beglückend, Eum. 985.
-
14 μεγάλ-ανδρος
μεγάλ-ανδρος, = μεγαλήνωρ, Hesych.
-
15 δις-μῡρί-ανδρος
δις-μῡρί-ανδρος πόλις, eine Stadt von 20000 Einwohnern, Strab. XII, 7 p. 570.
-
16 δείλ-ανδρος
δείλ-ανδρος, ein feiger Mensch, Arc. p. 74, 24.
-
17 μαίν-ανδρος
μαίν-ανδρος, γυνή, ein manntolles Weib, Hdn. epim. p. 83.
-
18 νέ-ανδρος
-
19 μέν-ανδρος
μέν-ανδρος, den Mann erwartend oder bestehend, so nannte Dionys. im Scherz die Jungfrau, Ath. III, 98 c, ὅτι μένει τὸν ἄνδρα, sonst nur nom. pr.
-
20 μίσ-ανδρος
μίσ-ανδρος, Männer hassend, Poll. 3, 48.
См. также в других словарях:
Ἄνδρος — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άνδρος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ανία, εγγονός του Απόλλωνα και της Κρέουσας, επώνυμος της νήσου Άνδρου, που του την έδωσε ο Ραδάμανθυς. Όταν οι κάτοικοι της Άνδρου επαναστάτησαν, μετανάστευσε στην Ίδη της Τροίας, όπου έχτισε την Άντανδρο. II Το… … Dictionary of Greek
Άνδρος — Sp Ándras Ap Άνδρος/Andros L s. ir g tė Graikijoje (Kikladose, ss.) … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Ἀνδρὸς δ’οἶνος ἔδειξε νοον. — ἀνδρὸς δ’οἶνος ἔδειξε νοον. См. Вся правда в вине … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἀνδρός — ἀνήρ nar masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνδρὸς χαρακτὴρ ἐκ λόγου γνωρίζεται. — См. Знать человека по речам … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀνὴρ ἐγὼ καὶ πάντα μοι τ’ἀνδρός μέλει. — См. Я человек, ничто человеческое мне не чуждо … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἄνδρω — Ἄνδρος fem nom/voc/acc dual Ἄνδρος fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βογιατζίδης, Ιωάννης — (Άνδρος 1878 – 1961).Ιστορικός. Καθηγητής της ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, συντάκτης του Ιστορικού Λεξικού τηςΕλληνικής Γλώσσας από το 1914 και διευθυντής του περιοδικού Αθηνά από το 1923, ο Β. υπήρξε πολυγραφότατος. Έργα… … Dictionary of Greek
Γιαννιός, Νικόλαος — (Άνδρος 1885 – Αθήνα 1958). Δημοσιογράφος και κοινωνιολόγος. Μετά τη φοίτησή του στη Μεγάλη του Γένους Σχολή της Κωνσταντινούπολης, πήγε στο Παρίσι, όπου σπούδασε φιλολογία. Στην Αθήνα, αργότερα, πήρε ενεργό μέρος στους κοινωνικούς αγώνες και… … Dictionary of Greek
Καΐρη, Ευανθία — (Άνδρος 1799 – 1866).Λόγια. Ήταν αδελφή και μαθήτρια του Θεόφιλου Καΐρη (βλ. λ.), κόρη του Νικολάου Καΐρη και της Ασημίνας Καμπανάκη. Αφού ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή της στις Κυδωνίες, δίδαξε στη Σύρο και στην Άνδρο. Το 1814, όταν ήταν 15 ετών,… … Dictionary of Greek